ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ERMES

ΣΎΝΟΨΗ ΠΡΟΓΡΆΜΜΑΤΟΣ

Πλαίσιο

Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ

Ο αγροτικός κλάδος αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που οφείλονται σε διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς παγκόσμιας ζήτησης τροφίμων, την αύξηση των τιμών και του ανταγωνισμού, που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς και την αστάθεια των τιμών των τροφίμων (G20 Σχέδιο Δράσης για τη Γεωργία, 2011) και την ανάγκη ύπαρξης φιλικών προς το περιβάλλον με αειφορικά αγροτικά συστήματα στις αναπτυγμένες χώρες.

O αγροτικός κλάδος στην Ευρώπη πρέπει να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του με παράλληλη μείωση του κόστους παραγωγής και την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντολογικών επιπτώσεων των γεωργικών πρακτικών.

Η διαθεσιμότητα των πληροφοριών σχετικά με τις συνθήκες καλλιέργειας στο χώρο και το χρόνο είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα για την στήριξη της ανάπτυξης των πιο παραγωγικών και αειφόρων καλλιεργητικών συστημάτων. Η προσφορά αυτή συμβάλλει επίσης, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και στην αντιμετώπιση περιβαλλοντολογικών προκλήσεων, όπως είναι η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, της κατανάλωσης νερού, της ρύπανσης καθώς και της υποβάθμισης του εδάφους. Έτσι, υπάρχει μια αναγνωρισμένη ανάγκη για την ανάπτυξη, την επικύρωση και την εφαρμογή μεθόδων που μπορούν επιχειρησιακά να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την παρακολούθηση της ανάπτυξης των καλλιεργειών, την πρόβλεψη και την εκτίμηση των αποδόσεων, τις έγκαιρες προειδοποιήσεις σχετικά με τη θρέψη και έλλειψη νερού και των βιοτικών και αβιοτικών καταπονήσεων. Η ανάπτυξη των μεθόδων αυτών, απαιτεί την εφαρμογή των κατάλληλων τεχνικών που να είναι σε θέση να παρέχουν αποδοτικές και υψηλής ποιότητας χωρικές πληροφορίες σχετικά με τα αγρο-οικοσυστήματα.

Γεω-χωρικά προϊόντα και γεω-πληροφορίες, οι οποίες είναι χρήσιμες για την παρακολούθηση και τη διαχείριση των καλλιεργειών μπορούν σήμερα να παραχθούν αποτελεσματικά μέσω των συστημάτων τηλεπισκόπησης και μοντελοποίησης των καλλιεργειών, στο πλαίσιο των περιφερειακών και τοπικών εφαρμογών. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρωτοβουλία GMES / Copernicus ΕΕ και η νέες ευρωπαϊκές αποστολές του δορυφόρου Sentinel, μπορούν να προσφέρουν το απαραίτητο πλαίσιο μετάβασης από τα μοντέλα των συστημάτων παρακολούθησης στις επιχειρησιακές υπηρεσίες για τις περιφερειακές αρχές και τους φορείς εκμετάλλευσης των γεωργικών προϊόντων στην αγορά.

Το ρύζι είναι η πιο σημαντική καλλιέργεια του κόσμου. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση συγκομιδής μετά το σιτάρι, αλλά είναι μακράν η πιο σημαντική από άποψη ανθρώπινης κατανάλωσης, ιδίως για τις χώρες χαμηλού και χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος (FAOSTAT 2012). Είναι μια παγκόσμια καλλιέργεια και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών συνθηκών και τρόπων διαχείρισης, όπως: εκμηχανοποιημένη γεωργία, άρδευση, εαρινή μονοκαλλιέργεια (Ευρώπη, Ιαπωνία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Βραζιλία), ξηρικά συστήματα καλλιέργειας όπως αυτά της Λατινικής Αμερικής της υποσαχάριας Αφρικής, ενώ στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία, καλλιεργείται σε συστήματα αμειψισπορά με άλλες καλλιέργειες, όπως η εναλλαγή ρυζιού/σιταριού στην Ινδία και στην Κίνα, εντατικά, αρδευόμενα τριπλά συστήματα καλλιέργειας (Ινδονησία, Βιετνάμ) και διπλά και τριπλά συστήματα μικτής καλλιέργειας όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι εξαιρετικά ευάλωτες στον κίνδυνο της έλλειψης τροφίμων και λόγω της αύξηση των τιμών του ρυζιού. Το 2008 έδειξε μια σχετική πτώση στην παγκόσμια παραγωγή ρυζιού, η οποία προσδιορίζεται σε μια αύξηση της τιμής του κατά 300% που αντιστοιχεί σε $900 ΗΠΑ ανά τόνο. Μεταβολές στην παραγωγή και στη διαθεσιμότητα του ρυζιού μπορούν να προκαλέσουν επισιτιστική κρίση και η διακύμανση των τιμών των σιτηρών που μπορεί να είναι αιτία έντονων κοινωνικών προβλημάτων που οφείλονται στις οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές είναι σε θέση να επηρεάσουν επίσης την τοπική ευρωπαϊκή παραγωγή λόγω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς.

Επιστημονικές έρευνες που σχετίζονται με την καλλιέργεια του ρυζιού έδειξαν ότι η δυναμική της παραγωγής ρυζιού υπερβαίνει συνήθως τις πραγματικές αποδόσεις που επιτυγχάνονται από τους αγρότες. Η διαφορά αυτή αντανακλά πολλές ελλείψεις στη διαχείριση των καλλιεργειών, η οποία μπορεί να υποστηριχθεί από γεωργικές συμβουλές που βασίζονται στην καλύτερη γνώση της διακύμανσης της παραγωγής. Έχει αποδειχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαφοράς θα μπορούσε να ελαττωθεί με την εφαρμογή των συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιεργειών ρυζιού (Rice Integrated Crop Management – RICM) (Clampett et al., 2001). Η ανάπτυξη και η διάδοση των συστημάτων RICM στην Ευρώπη και τις χώρες της Μεσογείου θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής και την ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών των γεωργικών πρακτικών (Nguyen, 2002). Οι πτυχές αυτές είναι απαραίτητες για την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ, http://ec.europa.eu/agriculture/cap-post-2013/index_en.htm) και για τη στήριξη των αγροτών στην ανάπτυξη πιο οικονομικών και φιλικών στο περιβάλλον αποτελεσμάτων αειφορικής παραγωγής.

rice_world

Περισσότερες λεπτομέρειες: Το ρύζι στην Ευρώπη

Η καλλιέργεια ρυζιού στην ΕΕ καλύπτει περίπου 483.000 εκτάρια, με το 89,7% να εντοπίζεται σε τέσσερις μεσογειακές χώρες: Ιταλία (51,3%), Ισπανία (25,4%), Ελλάδα (7,0%) και Πορτογαλία (6,0%) (FAOSTAT, 2010). Από το 1983 έως το 2003, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων έχει μειωθεί δραματικά σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που παράγουν ρύζι, ενώ η έκταση ανά εκμετάλλευση παρουσίασε αύξηση: από 20 στα 46 εκτάρια στην Ιταλία και από 1,9 στα 4,7 εκτάρια στην περιοχή της Βαλένθια (Finassi και Ferrero, 2004). Από τη δεκαετία του ’80 η κατανάλωση ρυζιού έχει αυξηθεί σημαντικά: στη Νότια Ευρώπη (παραγωγοί ρυζιού): από 6,7 στα 8,6 κιλά κατά κεφαλή ανά έτος (+27%), στη Βόρεια Ευρώπη: από 2,8 στα 5,1 κιλά κατά κεφαλή ανά έτος (+85%) και στις τρίτες μεσογειακές χώρες (Αίγυπτος Τουρκία): από 12,2 σε 24,4 κιλά κατά κεφαλή ανά έτος (+101%). Η τάση αυτή αναμένεται ότι θα συνεχιστεί και για τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (CEC, 2002). Η παγκόσμια κατανάλωση του λευκασμένου ρυζιού αυξήθηκε κατά 1,1% σε ετήσιο μέσο όρο κατά τη διάρκεια των ετών 1998-2008, ενώ η τάση αυτή εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2018. Στην ΕΕ το 2008, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση ήταν 5,6 κιλά, ενώ στις ΗΠΑ 13,4 κιλά και στην Αυστραλία 14,3 κιλά (FAPRI 2009).

Η καλλιέργεια ρυζιού στην Ευρώπη έχει μια ισχυρή τοπική σημασία και μια μακρά ιστορική σχέση, δεδομένου ότι σε ορισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις παράγεται συνεχώς ρύζι τα τελευταία 150 χρόνια.

Η καλλιέργεια του ρυζιού είναι πολύ μηχανοποιημένη μονοκαλλιέργεια. Κατά μέσο όρο, υπάρχει ένα τρακτέρ ανά 12 εκτάρια και μια θεριζοαλωνιστική μηχανή κάθε 60 εκτάρια. Οι περισσότεροι από τους ελκυστήρες που αγοράστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών έχουν πάνω από 100 kW ισχύος. Μετά την υιοθέτηση της τεχνολογίας ισοπέδωσης λέιζερ στα τέλη της δεκαετίας του 1980, περισσότερο από το 80% της ισοπέδωσης στη Δυτικής Ευρώπη πραγματοποιείται με συστήματα ακριβείας. Το βάθος του νερού στη λεκάνη διατηρείται σε 5-7 cm κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων ανάπτυξης και σε 10-15 cm μετά το αδέλφωμα του ρυζιού. Κατά μέσο όρο, χρειάζονται από 18.000 έως 40.000 m3 ha1 νερού κατά τη διάρκεια μιας καλλιεργητικής περιόδου. Η λίπανση πραγματοποιείται κυρίως με την παροχή ανόργανων λιπασμάτων (100, 50, 100 kg ha1 Ν, Ρ, Κ, αντίστοιχα). Η έκπλυση του αζώτου θα μπορούσε να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για το περιβάλλον, καθώς η χαμηλή αποδοτικότητα χρήσης του αζώτου αποδίδεται κυρίως στην αεριοποίηση της αμμωνίας, στην απονιτροποίηση και στην επιφανειακή απορροή. Επίσης, σε αρκετές περιοχές η περιεκτικότητα του εδάφους σε φώσφορο είναι πολύ υψηλή και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα περιβαλλοντικό θέμα για τα επιφανειακά ύδατα (Choudhury και R. Kennedy 2005, Cho 2003).